légitimité - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

légitimité - translation to Αγγλικά


légitimité         
n. legitimacy, rightness

Βικιπαίδεια

Légitimité
La légitimité est la qualité de ce qui est fondé en droit, en justice, ou en équité (définition du Petit Larousse).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για légitimité
1. Un peu plus loin des feux de la rampe se trouvent la légitimité épistémique, la légitimité prophétique et la légitimité sociétale.
2. Il faut prévenir le futur président que sa légitimité politique toute neuve devra respecter la légitimité syndicale.
3. IV – La garantie de légitimité et de contrôle Il ny a pas de légitimité en dehors des urnes.
4. Il faut garantir la légitimité démocratique des nouvelles r';gles.
5. Noël représente une sensibilité sociétale, moi une légitimité écologique.